TOP-Students™ logo

Μάθημα για τα Modal Verbs στα Αγγλικά - Προετοιμασία TOEIC®

Μια δασκάλα από το top-students.com εξηγεί τα modal verbs στα αγγλικά σε μαυροπίνακα με κιμωλία. Αυτό το μάθημα είναι εξειδικευμένο για την άριστη προετοιμασία στο TOEIC®.

Στα αγγλικά, τα modal verbsmodal auxiliary verbs) αποτελούν μια ιδιαίτερη κατηγορία ρημάτων που επιτρέπουν την έκφραση αποχρώσεων δυνατότητας, υποχρέωσης, ικανότητας, άδειας, συμβουλής κ.ά.

Δεν ακολουθούν τη συνηθισμένη κλίση:

Γενικά διακρίνουμε τρεις βασικούς τύπους modal verbs:

  1. Καθαρά modals (core modals):
    • Είναι ρήματα όπως can, could, may, might, must, shall, should, will, would (στα οποία μπορούν να προστεθούν dare και need σε κάποιες περιπτώσεις).
    • Είναι ελαττωματικά: δεν υπάρχουν σε όλους τους χρόνους (π.χ. δεν υπάρχει canned) και ακολουθούν τις ιδιότητες που περιγράφηκαν παραπάνω (χωρίς s, άρνηση χωρίς do κ.λπ.).
  2. Ημι-modals (quasi-modals):
    • Εκφράζουν παρόμοιες έννοιες (υποχρέωση, ικανότητα, μέλλον...), αλλά συμπεριφέρονται εν μέρει σαν κανονικά ρήματα.
    • Για παράδειγμα, have to, be able to, need (ως κανονικό ρήμα), dare (ως κανονικό ρήμα), ought to, used to, be going to κ.λπ.
    • Ορισμένα μπορούν να πάρουν s στο τρίτο πρόσωπο (He has to go), να κλιθούν στο παρελθόν (I had to go), ή να χρησιμοποιήσουν το βοηθητικό do (Do you need to go?).
  3. Modal φράσεις (περιφράσεις):
    • Πρόκειται για εκφράσεις (συνήθως με be ή have) που εκτελούν modal λειτουργίες (π.χ. be allowed to, be about to, would rather κ.ά.).
    • Δεν είναι «ελαττωματικές» όπως τα καθαρά modal και ακολουθούν κανονική κλίση (He is allowed to go, They were about to leave κ.τ.λ.).

Ακολουθεί μια συνοπτική παρουσίαση των modal verbs σε πίνακα. Για κάθε λειτουργία έχουμε γράψει ξεχωριστό μάθημα, οπότε μη διστάσετε να τα διαβάσετε.

ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΚΑΘΑΡΑ MODALSΗΜΙ-MODALSMODAL ΦΡΑΣΕΙΣ
Ικανότητα
(= μπορώ να κάνω κάτι)
can / can't
could / couldn’t
be able tomanage to
succeed in
know how to
Be capable of
Άδεια
(= έχω το δικαίωμα / εξουσιοδότηση)
can / could / may / mightbe allowed to
Have the right to
Have permission to
Υποχρέωση
(= ισχυρή υποχρέωση, αναγκαιότητα)
must / shallhave (got) to
ought to
be required to
be to + base verb
Απαγόρευση
(= δεν έχω το δικαίωμα / απαγορεύεται)
can’t / cannot
mustn’t
may not
not allowed to
Έλλειψη υποχρέωσης
(= δεν είναι απαραίτητο)
don’t have to
don’t need to
needn’t
be not required to
Συμβουλή
(= σύσταση / ισχυρή προτροπή)
should / shouldn’tought to
ought not to
had better
You are advised to...
Πρόταση / Υπόδειξη
(= προτείνω κάτι)
could / shallWhy don’t we...?
Πρόθεση / Μέλλον
(= μέλλον, σχεδιασμός, πρόθεση, πλάνο)
will / shallbe going tobe about to
Πιθανότητα / Αβεβαιότητα
(= βαθμός βεβαιότητας / δυνατότητα)
may / must / can’tbe likely to
be bound to
be supposed to
be like
Προτίμηση / Ευχή
(= θέλω κάτι, εκφράζω προτίμηση)
wouldwould like
would rather
would sooner
Πέρασε το TOEIC®!
Το TOEIC® είναι κυρίως μια υπόθεση εξάσκησης!
Για να σε βοηθήσουμε να περάσεις το TOEIC®, σου προσφέρουμε την πλατφόρμα εξάσκησης, μην διστάσεις να εγγραφείς για να γίνεις ασυναγώνιστος !
Εγγράψου στην